- βαλιά
- βαλιόςspottedneut nom/voc/acc plβαλιά̱ , βαλιόςspottedfem nom/voc/acc dualβαλιά̱ , βαλιόςspottedfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βαλία — Βαλίᾱ , Βάλιος fem nom/voc/acc dual Βαλίᾱ , Βάλιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλία — βαλίᾱ , Βάλιος fem nom/voc/acc dual βαλίᾱ , Βάλιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλία — (ballia). Γένος πνευμονοφόρων μαλακίων που ζουν στη στεριά, στην Ευρώπη και σε άλλες εύκρατες περιοχές, κάτω από σάπια φύλλα και πέτρες, μέσα σε εδαφικές κοιλότητες ή σε σχισμές δέντρων. Είναι μικρά σε μέγεθος (1 2 εκ.) και η κόγχη τους είναι… … Dictionary of Greek
Βαλίας — Βαλίᾱς , Βάλιος fem acc pl Βαλίᾱς , Βάλιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλίας — βαλίᾱς , Βάλιος fem acc pl βαλίᾱς , Βάλιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλιάν — βαλιά̱ν , βαλιός spotted fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλιάς — βαλιά̱ς , βαλιός spotted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαλίαι — Βαλίᾱͅ , Βάλιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλίαι — βαλίᾱͅ , Βάλιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαλίαν — Βαλίᾱν , Βάλιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)